- ραβαΐσι
- το, Ν(παλ. τ.)1. μεγάλο γλέντι, ξεφάντωμα2. συνεκδ. θόρυβος, φασαρία, αναταραχή.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. τουρκικής προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ραβαΐσι — το (λ. τουρκ.) 1. διασκέδαση, γλέντι: Στο σπίτι χθες είχαμε μεγάλο ραβαΐσι. 2. φασαρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)